αταλάντευτος

αταλάντευτος
-η, -ο (Μ ἀταλάντευτος, -ον)
νεοελλ.
1. αυτός που δεν ταλαντεύεται, ο σταθερός
2. όποιος δεν αμφιταλαντεύεται, δεν αλλάζει τις αποφάσεις του ή τις αρχές του
μσν.
αυτός που δεν επιδέχεται ζύγισμα, ο υπερβολικός.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • αταλάντευτος — αταλάντευτος, η, ο και αταλάντωτος, η, ο επίρρ. α αυτός που δεν ταλαντεύεται, σταθερός, άσειστος (κυριολ. και μτφ.): Στις απόψεις μου εκείνες μένω πάντα αταλάντευτος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ντούρος — α, ο 1. σκληρός, γερός 2. ευθύγραμμος, ίσιος, αυτός που δεν λυγίζει εύκολα, αλύγιστος, άκαμπτος 3. (για πρόσ.) α) ευθυτενής, στητός («ντούρα κορμοστασιά», Βάρναλης) β) μτφ. ανυποχώρητος, αταλάντευτος στις αρχές ή στις αποφάσεις του 4. το ουδ. ως… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”